Η γνωριμία με τα παραμύθια ήταν αρχικά σαν μακροσκελή μηνύματα στο κινητό μου, κατόπιν στην πρώτη-πρώτη τους ακατέργαστη μορφή σαν e-mail στον υπολογιστή μου. Ξέρω ότι, η Λουκία, πολλά τα έγραψε στην απεραντοσύνη της Νότιας Ρόδου, κάτω από τον καυτό ήλιο σε μία βεράντα ξενοδοχείου. Στον υπολογιστή μου εμφανίστηκαν με την δαντελωτή κόκκινη υπογράμμιση σε πολλές λέξεις γιατί από τη βιασύνη της να μη χάσει τον ειρμό, ή να προλάβουν τα δάχτυλα της την έμπνευση, ξεχνούσε τόνους και σύμφωνα, αλλά σε λίγο αυτό δεν είχε πια σημασία γιατί σε συνέπαιρναν και αντιλαμβανόσουν τα διαμαντάκια που έλαμπαν στο κείμενο. Από την πρώτη βιαστική και αποσπασματική τους ανάγνωση διαπνέονταν από τη σοφία που συναντάς στις ιστορίες της Ανατολής. Μπορεί να γράφτηκαν εκεί στη βεράντα στη Νότια Ρόδο, αλλά οι λέξεις, και θραύσματα ιστοριών μαζεύτηκαν από τα ταξίδια της σε χώρες της Ανατολής και αλλού, είμαι βέβαιη.
Διαβάζοντας τα παραμύθια θυμήθηκα με κάποιες ενοχές, μια κουβέντα μας κάποτε που της είπα ότι: ταξιδεύει τόσο γρήγορα από τον ένα τόπο στον άλλο, και οι εντυπώσεις εναλλάσσονται με τέτοιους ρυθμούς, που δεν προλαβαίνει μετά μες την ησυχία της να σκεφθεί το ταξίδι. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν συμβαίνει σε όλους. Τις πληροφορίες για τον κόσμο εκείνη τις παίρνει χωρίς αμφιβολία.
Αν και γνωρίζω πως γράφονται τα κείμενα μπήκα στον πειρασμό να σκεφθώ πως γίνεται ένας άνθρωπος που είναι επιδέξιος με τις μηχανές, που αγαπά το διαδίκτυο και είναι ήδη στο αεροπλάνο για κάπου αλλού πριν κατακάτσει η σκόνη από το προηγούμενο ταξίδι, πως γίνεται λοιπόν, να γράψει αυτά τα παραμύθια λες και στοχαζόταν ολημερίς, σαν Πέρσης σουφής, κάτω από ένα πλατάνι ατέλειωτες ώρες αργίας και δίχως να κάνει τίποτα άλλο.
Κατόπιν, θυμάμαι, οι δυο μας ένα ολόκληρο απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ καθισμένες σε ένα καφέ να διαβάζουμε τα τυπογραφικά δοκίμια και να συζητάμε πάνω σε αυτά. Κάθε νέα τους εκδοχή ήταν καλύτερη από την προηγούμενη, αλλά ωστόσο τα δοκίμια σου δίνουν την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση, πιο σωστά, ότι μπορείς να επέμβεις για να τα βελτιώσεις. Όταν πήρα το βιβλίο πια στα χέρια μου ήταν καλύτερο απ’ ότι το θυμόμουν, με το υλικό στην τελική του μορφή και όλα ζυγισμένα με απόλυτη ακρίβεια χωρίς ούτε μία λέξη να περισσεύει ή να χρειάζεται επιπλέον.
Δεν είναι ένα βιβλίο με αρχή μέση και τέλος αλλά μπορείς να διαβάσεις τις ιστορίες, από το τέλος προς την αρχή, από τη μέση, όπως γράφει και στο οπισθόφυλλο η συγγραφέας του, ή και σκόρπια, ακόμη και σαν I ching χωρίς ωστόσο να χάνεται η εσωτερική ενότητα τόνου και ύφους που τα κάνει αδιαχώριστα στη μνήμη του αναγνώστη.
Τα ονόμασε παραμύθια.
Το παραμύθι είναι το μόνο είδος που διακηρύσσει ότι λέει ψέματα από την αρχή ως το τέλος. Το ξέρεις ήδη ότι θα ακούσεις ψέματα ή το λιγότερο υπερβολές. Ωστόσο τα παραμύθια είναι το είδος του λόγου που πάντα μιλούσαν για τα πρωταρχικά και τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου.
Στα παραμύθια της Λουκίας, όπως ακριβώς και στις ταινίες και τις φωτογραφίες της, υπάρχουν παιδιά, άγγελοι που ακουμπούν τα φτερά τους πλάι στο κύμα όταν αποκοιμούνται κουρασμένοι στην άμμο, κυρίως κάθε είδους άγγελοι, και τα έντονα χρώματα της φύσης κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού. Κυρίως όμως η αναζήτηση της αγάπης, κι αν υπάρχει είναι ένα και το αυτό. Έτσι γίνεται ένας άξονας, ένας κοινός πυρήνας για όλα τα παραμύθια με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όχι ο έρωτας, ο εγωιστικός, ο κτητικός, ο ανταγωνιστικός, αλλά απλά και μόνο αυτό που εννοούμε με τη λέξη αγάπη. Ακόμη και όταν μιλά για έρωτα σε τούτο το βιβλίο μιλά για αγάπη.
Όλα αυτά δηλαδή που χαρακτηρίζουν την αισθητική, τους προβληματισμούς και τις εμμονές της, θα μου επιτρέψει να πω. Είναι όμως οι εμμονές που δημιουργούν την τέχνη, χωρίς αμφιβολία. Όπως ακριβώς συνέβη και στο προηγούμενο βιβλίο της το «Κράτησε με».
«Η φραντζόλα» είναι ένα παραμύθι που καθρεφτίζει όλη την παράνοια και τον τρόμο του πολέμου ή καλύτερα τη σκληρότητα που αναδύεται ύπουλα όταν δεν την περιμένεις από τον πανικό να γλυτώσουμε με κάθε τρόπο το τομάρι μας.
Ένα παιδί κλαίει ακατάπαυστα από την πείνα μέσα στο καταφύγιο όπου έχουν κρυφτεί άνθρωποι για να σωθούν από τον εχθρό όπου έχει εισβάλει. Το παιδί θέλει τη φραντζόλα. Αρχικά η μάνα την έκοψε στα δύο και του έδωσε τη μισή, αλλά όταν το παιδί συνέχισε το κλάμα γιατί την ήθελε ολόκληρη και όχι μισή, εκείνη την έραψε με βελόνα και κλωστή. Όταν το παιδί συνέχισε να κλαίει γιατί δεν την ήθελε ραμμένη, οι άνθρωποι όχι απλά δεν ένιωσαν καμία τρυφερότητα εκείνη τη στιγμή, στο κάτω-κάτω δεν είναι παρά ένα παιδί που πεινάει, αλλά το μισούν γιατί το κλάμα του θα τους προδώσει. Η λέξη «φραντζόλα» είναι μια από αυτές τις ωραίες λέξεις, τις βαριές σε σημασία λέξεις. Σε όλη τη ιστορία της ανθρωπότητας το ψωμί παίζει κάποιο ρόλο. Στην ιστορία της «φραντζόλας» όμως το ψωμί θα σκοτώσει το παιδί τελικά. Εδώ δεν συμβαίνει αυτό που λέμε θυσία στον πόλεμο με το να προσφέρει κάποιος τη ζωή του για να σώσει τους άλλους, τίποτα το ηρωικό, απλά γίνεται ο θάνατος σου η ζωή μου. Είναι η μάνα που πνίγει το παιδί πάνω στην αγωνία της. Και είναι ένας θάνατος πιο τραγικός, πιο τρομακτικός από έναν κανονικό θάνατο γιατί προκαλείται από τη μάνα, αλλά ταυτόχρονα και ένας θάνατος άσκοπος και παράλογος γιατί ο εχθρός δεν πλησίασε ποτέ το καταφύγιο.
Στα περισσότερα παραμύθια οι ήρωες δεν έχουν ονόματα, αλλά είναι «το κορίτσι που ήταν όμορφο σαν την αυγή», «ο ιππότης του κάστρου», «ο χαρούμενος άνθρωπος», «ο κυβερνήτης που ονειρεύεται τα ταξίδια του», «ο άνδρας» γενικότερα, «η γυναίκα» ή «το παιδί». Αν υπάρχουν ονόματα αυτά είναι η Διαλεκτή, η Φωτεινή, ο Ρου, ο Μο, ή ο Άγγελος, που κρύβουν ένα συμβολισμό.
Δεν κατονομάζεται ο τόπος, ούτε καθορίζεται ο χρόνος, αλλά δημιουργεί μια ατμόσφαιρα όπου επικρατούν ο συμβολισμός και η ποιητική διάθεση. Έτσι αυτά μπορεί να συμβαίνουν εδώ, ή στην Ανατολή, στη Δύση ή οπουδήποτε μπορεί να σκεφθεί κανείς. Μπορεί να μιλά για το τώρα ή μπορεί να μιλά για το παρελθόν. Δεν έχουν τόπο και δεν έχουν χρόνο. Πολλές ιστορίες είναι σαν το καλειδοσκόπιο. Όπως αυτή με τον μαγικό καθρέφτη που είναι από τις ωραιότερες. Ο καθρέφτης για τους ανθρώπους είναι ακόμη ένα άγνωστο αντικείμενο που λειτουργεί μαγικά αφού δε γνωρίζουν ότι καθρεφτίζονται οι ίδιοι. Έτσι ο άνδρας σε αυτόν βλέπει τον νεκρό πατέρα του νέο και μετανιώνει που τον παραμέλησε, η γυναίκα του αυτήν που νομίζει ότι την απατά ο σύζυγος, ενώ η γριά μάγισσα που έρχεται να τους λύσει τη διαφορά βλέπει μια γριά!
Στη «Χιονάτη» η μητριά συνομιλεί με τον καθρέφτη και ο καθρέφτης είναι ένα μαγικό στοιχείο μες τις αμφισημίες του, εδώ δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να προβάλλει τις ενοχές και τους φόβους τους, είναι δηλαδή στοιχείο ψυχολογικό.
Κλείνοντας θα πω ότι έχεις την αίσθηση ότι οι ιστορίες δεν τελειώνουν στην τελευταία τους λέξη, αφήνοντας ξεκρέμαστη τη συνέχεια. Τίποτα δεν είναι οριστικό και τελεσίδικο και μπορείς να το συνεχίσεις εσύ ή να το ερμηνεύσεις όπως θες ανάλογα με τη διάθεση σου κάθε φορά.
Σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων που στην ερώτηση της κάμπιας: «Ποια είσαι;» απαντάει: «Δεν ξέρω, κύριε. Ξέρω τουλάχιστον ποια ήμουν όταν ξύπνησα το πρωί, αλλά νομίζω πως έχω αλλάξει πολλές φορές από τότε».
Στο παραμύθι «Η αυτού εξοχότης» ο κυβερνήτης της χώρας δεν θυμώνει όταν ο ξακουστός δάσκαλος που ζει στη γειτονική πολιτεία απορρίπτει την πρόσκληση του επειδή στο μπιλιέτο της πρόσκλησης αναγράφονται όλοι οι τίτλοι του κυβερνήτη. Ούτε θα μάθουμε ποτέ τι ήθελε να ρωτήσει τον σοφό δάσκαλο και τι απαντήσεις θα πάρει, όταν τελικά τον δεχτεί. Μπορούμε να σκεφθούμε ότι θέλουμε.
Τίτσα Πιπίνουτο κειμενο και οι φωτο απο την παρουσιαση στον Ιανο Δευτερα 12 Οκτωβριου Μοιράσαμε λουλουδια στην παρουσιαση για να απαντησουμε ξεφυλλιζοντας τα -οπως και τα παραμυθια- στο διλημμα μ αγαπα δεν μ αγαπα...