Λουκία Ρικάκη
Παραμύθια της αγάπης και της ελπίδας Ηλίας Μαγκλίνης
Παραμύθια της αγάπης και της ελπίδας Ηλίας Μαγκλίνης
φωτο Σπυρος Κατωποδης στην πρωτη με τον Ηλια Μαγκλινη τον οποιον ευχαριστω θερμα..στη δευτερη με την Ελενα Μαρούτσου και τουςεκδοτες μου και στην τριτη ολοι οι ομιλητες της εκδηλωσης
«Έμαθα να τραγουδώ την ευτυχία αλλά δεν είμαι ευτυχισμένος», λέει ένας από τους ήρωες της Ρικάκη και νομίζω ότι αποκρυσταλλώνει το πνεύμα που διαπνέει αυτά τα αφηγήματα: για το πόσο λεπτή είναι γραμμή ανάμεσα στο αίσθημα της ευδαιμονίας και στο αίσθημα ενός αδειάσματος, μιας λύπης που, κάποτε κάποτε, μοιάζει να έχει κάτι το αυθύπαρκτο και που με έναν δικό της μυστηριώδη τρόπο κάνει τη ζωή να μοιάζει πιο άδεια απ’ ό,τι πραγματικά είναι.
«Έμαθα να τραγουδώ την ευτυχία αλλά δεν είμαι ευτυχισμένος», λέει ένας από τους ήρωες της Ρικάκη και νομίζω ότι αποκρυσταλλώνει το πνεύμα που διαπνέει αυτά τα αφηγήματα: για το πόσο λεπτή είναι γραμμή ανάμεσα στο αίσθημα της ευδαιμονίας και στο αίσθημα ενός αδειάσματος, μιας λύπης που, κάποτε κάποτε, μοιάζει να έχει κάτι το αυθύπαρκτο και που με έναν δικό της μυστηριώδη τρόπο κάνει τη ζωή να μοιάζει πιο άδεια απ’ ό,τι πραγματικά είναι.
Ο Σιοράν έλεγε «Όταν κλαις χωρίς λόγο, μόνο τότε έχεις καταλάβει το νόημα της ζωής». Απαισιόδοξο μήνυμα θα πει κανείς και η απαισιοδοξία δεν είναι ακριβώς αυτό που βγαίνει από τις ιστορίες της Ρικάκη. Νομίζω πώς βγαίνει όμως αυτό το εύθραυστο που είναι η ζωή του καθενός μας. Εχω την αίσθηση ότι τους τριγμούς, τις ρωγμές και τις σεισμικές δονήσεις της ύπαρξης η Ρικάκη τις περνάει σε αυτά τα φαινομενικά ανώδυνα παραμύθια, επιμένει όμως σε αυτές τις μικρές, μερικές φορές ανεπαίσθητες μετατοπίσεις που χρειάζονται για να νιώσεις αυτή την ευδαιμονία του να υπάρχεις – και του να υπάρχεις μόνο για μια φορά.
Ομολογώ ότι η Λουκία Ρικάκη καταφέρνει κάθε τόσο να μ’ εντυπωσιάζει. Τη γνώρισα με αφορμή το EcoFilms, το φεστιβάλ ταινιών ντοκιμαντέρ με θέμα το περιβάλλον (αλλά όχι μόνο) που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στη Ρόδο. Εμπνευστής, διοργανωτής, ψυχή και καρδιά του φεστιβάλ είναι η Ρικάκη και στ’ αλήθεια, οι επιλογές των ταινιών, πολλές από τις οποίες έριχναν μια πολυπρισματική ματιά πάνω στο αντικείμενό τους αλλά και η άψογη διοργάνωση του φεστιβάλ, μου έδιναν την εντύπωση μιας γυναίκας που ξέρει πώς να στήσει πράγματα από το μηδέν, που ξέρει να παλεύει με γραφειοκρατίες και ελλείψεις πόρων, με κρατικές αγκυλώσεις και δυσκοιλιότητες – και τελικά να πετυχαίνει αυτό που θέλει.
Το ίδιο έκανε και με το φεστιβάλ Ιπποκράτης στη Ρόδο, αυτή τη φορά με ταινίες ντοκιμαντέρ με θέμα την υγεία. Αυτή τη φορά η Λουκία κατάφερε κι έφερε σχεδόν όλους τους ξένους σκηνοθέτες και παραγωγούς και το κοινό είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει μαζί τους. Και για μια ακόμη φορά είδαμε ταινίες που πραγματικά σε άφηναν άφωνο: σκληρές, θλιμμένες αλλά και ποιητικές, γεμάτες με μιαν ορμή για τη ζωή και την αγάπη για τη ζωή.
Η Λουκία όμως διοργανώνει εδώ και πολλά χρόνια τις περίφημες νύχτες κωμωδίας, με άλλα λόγια, διέδωσε και στην Ελλάδα το πασίγνωστο στο εξωτερικό είδος του stand up comedy, έχει δημιουργήσει μια παράδοση και τα πνευματικά παιδιά της αυτή τη στιγμή στήνουν σε διάφορα σημεία της πόλης τους κωμικούς μονολόγους τους.
Ολ’ αυτά η Λουκία τα συνδυάζει με ένα καθαρά δημιουργικό έργο: με τις μυθοπλαστικές κινηματογραφικές της ταινίες, τα βιβλία της βέβαια, με πιο πρόσφατο αυτή τη συλλογή των παραμυθιών της αγάπης και της ελπίδας. Σύντομα διηγήματα που ερωτοτροπούν με το μαγικό, με το υπερφυσικό, με την ίδια την έννοια του παραμυθιού.
Εδώ μάλλον καλό θα ήταν να κάνουμε έναν διαχωρισμό: να μιλήσουμε για την τεράστια διαφορά ανάμεσα στο παραμύθι και το παραμύθιασμα. Το έχω ξαναγράψει σε ένα σημείωμά μου για τον αυτόχειρα Σουηδό συγγραφέα Στιγκ Ντάγκερμαν: παραμύθι είναι πατρίδα, το παραμύθιασμα είναι εξορία. Το παραμύθι είναι μια καταφυγή μέσα στο ίδιο σου το είναι αλλά και μέσα στο πραγματικό, ακόμα και το καθημερινό, ένα ξεψάχνισμα του εαυτού και των πραγμάτων, μια καταβύθιση μέσα σε απόκρυφες πτυχές, αποσιωπημένες ή λησμονημένες, ένα ταξίδι εν τέλει μέσα από το οποίο έρχεσαι πιο κοντά στο ίδιο σου το είναι. Μέσα από το παραμύθι ανακαλύπτεις ή και αναπλάθεις ακόμα τον εαυτό σου, πλευρές που αγνοούσες, φωτίζεις όμως και αθέατες πτυχές του κόσμου γύρω σου, των άλλων βεβαίως.
Ομολογώ ότι η Λουκία Ρικάκη καταφέρνει κάθε τόσο να μ’ εντυπωσιάζει. Τη γνώρισα με αφορμή το EcoFilms, το φεστιβάλ ταινιών ντοκιμαντέρ με θέμα το περιβάλλον (αλλά όχι μόνο) που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στη Ρόδο. Εμπνευστής, διοργανωτής, ψυχή και καρδιά του φεστιβάλ είναι η Ρικάκη και στ’ αλήθεια, οι επιλογές των ταινιών, πολλές από τις οποίες έριχναν μια πολυπρισματική ματιά πάνω στο αντικείμενό τους αλλά και η άψογη διοργάνωση του φεστιβάλ, μου έδιναν την εντύπωση μιας γυναίκας που ξέρει πώς να στήσει πράγματα από το μηδέν, που ξέρει να παλεύει με γραφειοκρατίες και ελλείψεις πόρων, με κρατικές αγκυλώσεις και δυσκοιλιότητες – και τελικά να πετυχαίνει αυτό που θέλει.
Το ίδιο έκανε και με το φεστιβάλ Ιπποκράτης στη Ρόδο, αυτή τη φορά με ταινίες ντοκιμαντέρ με θέμα την υγεία. Αυτή τη φορά η Λουκία κατάφερε κι έφερε σχεδόν όλους τους ξένους σκηνοθέτες και παραγωγούς και το κοινό είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει μαζί τους. Και για μια ακόμη φορά είδαμε ταινίες που πραγματικά σε άφηναν άφωνο: σκληρές, θλιμμένες αλλά και ποιητικές, γεμάτες με μιαν ορμή για τη ζωή και την αγάπη για τη ζωή.
Η Λουκία όμως διοργανώνει εδώ και πολλά χρόνια τις περίφημες νύχτες κωμωδίας, με άλλα λόγια, διέδωσε και στην Ελλάδα το πασίγνωστο στο εξωτερικό είδος του stand up comedy, έχει δημιουργήσει μια παράδοση και τα πνευματικά παιδιά της αυτή τη στιγμή στήνουν σε διάφορα σημεία της πόλης τους κωμικούς μονολόγους τους.
Ολ’ αυτά η Λουκία τα συνδυάζει με ένα καθαρά δημιουργικό έργο: με τις μυθοπλαστικές κινηματογραφικές της ταινίες, τα βιβλία της βέβαια, με πιο πρόσφατο αυτή τη συλλογή των παραμυθιών της αγάπης και της ελπίδας. Σύντομα διηγήματα που ερωτοτροπούν με το μαγικό, με το υπερφυσικό, με την ίδια την έννοια του παραμυθιού.
Εδώ μάλλον καλό θα ήταν να κάνουμε έναν διαχωρισμό: να μιλήσουμε για την τεράστια διαφορά ανάμεσα στο παραμύθι και το παραμύθιασμα. Το έχω ξαναγράψει σε ένα σημείωμά μου για τον αυτόχειρα Σουηδό συγγραφέα Στιγκ Ντάγκερμαν: παραμύθι είναι πατρίδα, το παραμύθιασμα είναι εξορία. Το παραμύθι είναι μια καταφυγή μέσα στο ίδιο σου το είναι αλλά και μέσα στο πραγματικό, ακόμα και το καθημερινό, ένα ξεψάχνισμα του εαυτού και των πραγμάτων, μια καταβύθιση μέσα σε απόκρυφες πτυχές, αποσιωπημένες ή λησμονημένες, ένα ταξίδι εν τέλει μέσα από το οποίο έρχεσαι πιο κοντά στο ίδιο σου το είναι. Μέσα από το παραμύθι ανακαλύπτεις ή και αναπλάθεις ακόμα τον εαυτό σου, πλευρές που αγνοούσες, φωτίζεις όμως και αθέατες πτυχές του κόσμου γύρω σου, των άλλων βεβαίως.
Το παραμύθι είναι μύθος που λέει κάποιες αλήθειες – και εδώ παραμύθι μπορεί να είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα, μια κινηματογραφική ταινία, ένα τραγούδι ακόμα. Μέσα από το γνήσιο παραμύθι, σε όποια μορφή κι αν είναι αυτό, αποκτάς καλύτερη, ευρύτερη εποπτεία
Το παραμύθιασμα είναι εξορία διότι σε απομακρύνει από τον εαυτό σου, όπως μπορεί να σε απομακρύνει η πόζα, το διαρκές στήσιμο, το ψέμα με το οποίο παραμυθιάζεις εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου. Διότι, ως γνωστόν, στο παραμύθιασμα δεν παραμυθιάζουμε μόνον τους αλλους (μάλλον νομίζουμε ότι τους παραμυθιάζουμε) αλλά πρώτα και κύρια τους εαυτούς μας. Η διαφορά ανάμεσα στο παραμύθι και το παραμύθιασμα είναι η ίδια όπως η διαφορά ανάμεσα στον μύθο και το μύθευμα: ο πρώτος εγκυμονεί κάποια ή κάποιες αλήθειες, το δεύτερο είναι απλώς ένα κατασκεύασμα.Ηθελα να μιλήσω γι’ αυτή τη διαφορά, διότι στις ιστορίες αυτές η Ρικάκη σαφώς και έχει πλάσει μια σειρά από γνήσια παραμύθια, μύθους που σε ταξιδεύουν και την ίδια στιγμή σου μιλούν για κάποιες θεμελιώδεις αλήθειες ή μάλλον απορίες του ανθρώπου. Ο έρωτας, η αγάπη, η ευτυχία, η μοναξιά, ο χρόνος, η μνήμη, οι φόβοι και οι επιθυμίες, ο θάνατος, τα βασικά υλικά της ύπαρξης είναι εδώ μέσα από ιστορίες που αυγατίζουν, που τα χαρακτηρίζει μια ποιητική ανάφλεξη και που διαβάζονται σαν ένα πολύκλωνο μουρμουρητό.
Ξεδιαλέγω αμέθοδα ένα πολύ σύντομο παραμύθι με τον τίτλο «Κύκλος».
[ΚΥΚΛΟΣ]
Διαβάζοντας τα παραμύθια της Λουκίας, μου ήρθε στο νου ένα σύντομο παραμύθι που αφηγείται ο μεγάλος Κερτ Βόνεγκατ στο μυθιστόρημά του «Χρονοσεισμός»: ένας μονάρχης που είχε πέσει σε βαθιά απελπισία ανέθεσε στους σοφούς του να του συνοψίσουν μέσα σε μια πρόταση το νόημα της ζωής. Κατόπιν ωρίμου σκέψεως και συσκέψεως, οι σοφοί εμφάνισαν στον μονάρχη τους ένα δαχτυλίδι με δυο όψεις. Και στις δύο είχε μια επιγραφή, την ίδια: Θα περάσει κι αυτό. Ο μονάρχης θα μπορούσε να το κοιτάζει όταν περνούσε άσχημη περίοδο και να παίρνει θάρρος. Θα το κοιτούσε όμως και στις εποχές της ευτυχίας του, για να του υπενθυμίζει ότι όσο ευτυχισμένος κι αν είσαι τώρα θα περάσει κι αυτό. Μου θυμίζει τη συνήθεια του καλύτερού μου φίλου ο οποίος κάθε φορά που ζορίζεται πάει και κόβει βόλτες στο Πρώτο Νεκροταφείο. Μετά βγαίνει έξω άλλος άνθρωπος, σύμφωνα με τα λεγόμενά του μάλιστα, σε τέλεια κατάσταση.
Νομίζω ότι αυτή η λεπτή αλλά τόσο ουσιαστική ισορροπία ανάμεσα στη φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά της ζωής είναι διάχυτη στις ιστορίες της Ρικάκη και νομίζω επίσης ότι αυτή η ισορροπία είναι που δείχνει τη μυστηριώδη αστάθεια, το ανεξέλεγκτο των πραγμάτων, το μυστηριώδες αυτό φαινόμενο που λέγεται ζωή. Οπως γράφει κι ένας από του ήρωες της Ρικάκη: «Αχόρταγος σαν φλόγα/ καίγομαι και τρώγω τον εαυτό μου, / ό,τι πιάνω γίνεται φως, ό,τι αφήνω γίνεται στάχτη,/ φλόγα είμαι σίγουρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου