ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Από τον Γιάννη Α. Μυλόπουλο Καθηγητή Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘΓια να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σας, παραξενεύτηκα όταν κάποια στιγμή η Λουκία με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε ότι έγραψε, εν έτει 2009, ένα βιβλίο με παραμύθια. Η απορία μου δεν λύθηκε ούτε όταν έμαθα ότι αυτά πραγματεύονται τις διαχρονικές και πάντα επίκαιρες αξίες της αγάπης και της ελπίδας. Τι δουλειά έχουν τα παραμύθια με τη σημερινή σύνθετη, όσο και σκληρή πραγματικότητα; Τι προβλήματα μπορούν να λύσουν τα παραμύθια; Και τι μπορεί να ωθεί μια δημιουργική γυναίκα σαν τη Λουκία να γράψει και να διηγηθεί παραμύθια;
Βλέπετε στον δικό μου ορθολογικό κόσμο, τον κόσμο των εφαρμοσμένων επιστημών, τον οποίο σπούδασα και θεραπεύω εδώ και δεκαετίες και αυτό όχι μόνο για λόγους βιοποριστικούς, τα πάντα πρέπει να αντέχουν στη δοκιμασία της επαλήθευσης και της μαθηματικής διατύπωσης. Που είναι αυτή που εν τέλει επιβεβαιώνει την αλήθεια των πραγμάτων. Σ’ αυτόν τον κόσμο λοιπόν, τα παραμύθια εξ ορισμού δεν έχουν θέση. Ανήκουν σ’ έναν κόσμο πιο απλοϊκό, πιο αφελή και πιο εύπιστο. Όπου ζουν παραμυθάδες, αλλά και... παραμυθιασμένοι. Και όπου η αλήθεια δεν έχει ανάγκη ούτε από θεωρητική, ούτε και από πειραματική επιβεβαίωση.
Η σχέση μου ξέρετε με τη Λουκία εξ αρχής στηρίχθηκε σ’ αυτή την αντίθεση που εξ ορισμού υφίσταται μεταξύ τέχνης και επιστήμης.
Με την τέχνη να δημιουργεί νέους κόσμους, έξω από την τρέχουσα αντίληψη για την πραγματικότητα, δίνοντας ευεργετικές διεξόδους στο μυαλό και την ψυχή. Και την επιστήμη εμμονικά να υποστηρίζει την αξία της λογικής, εξηγώντας και αναπαράγοντας την πραγματικότητα του κόσμου που ζούμε. Πως να υποστηρίξεις όμως έναν κόσμο που συχνά γίνεται άδικος, κακός και αφόρητος; Εκεί ίσως να οφείλεται και η ειρωνεία στον τόνο της φωνής της Λουκίας όταν θέλοντας να με προβοκάρει, με προσφωνεί «επιστήμονα»...
Ξεκίνησα κι εγώ λοιπόν να διαβάζω το βιβλίο ως επιστήμονας. Και το τέλειωσα σαν παιδί.
Πρέπει να ομολογήσω ότι όσο περισσότερο διάβαζα για αγγέλους με φτερά και γέροντες σοφούς με μακριές γενειάδες που ξέρουν να διαβάζουν τα μελλούμενα, σε χρόνους αδιευκρίνιστους και σε τόπους άγνωστους και μαγικούς, τόσο περισσότερο μπερδευόμουνα. Τι γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους τόπους;
Έπρεπε να διαβάσω αρκετά παραμύθια της για να μπώ στο πνεύμα και να καταλάβω. Ότι σε μια εποχή παρακμής σαν κι αυτή που έχουμε την ατυχία να ζούμε, μια εποχή πνευματικής ξηρασίας, στεγνή από τους χυμούς της δημιουργικής φαντασίας, η τέχνη που δεν έχει την ανάγκη της αυστηρής μαθηματικής απόδειξης, είναι το τελευταίο καταφύγιο της ψυχής.
Όταν όλα αυτά που αντέχουν στη λογική μας απογοητεύουν, τότε μένει η μουσική, το θέατρο, τα βιβλία και το σινεμά, όλα όσα δηλαδή που μας «παραμυθιάζουν» γοητευτικά μ’ έναν τρόπο θεραπευτικό για το μυαλό και την ψυχή. Που σύμφωνα με τη συμβατική πραγματικότητα εμφανίζονται ως δρόμοι ασύμβατοι. Και που τελικά δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος...
Το μυαλό και η ψυχή. Η αλήθεια και τα παραμύθια. Ο χώρος και ο χρόνος. Όλα αυτά που καταλαβαίνουμε με το μυαλό, αλλά που δεν αγγίζουν την ψυχή μας. Κι όλα εκείνα που νιώθουμε να μας συγκινούν και να μας ενθουσιάζουν αναίτια, χωρίς εξήγηση και χωρίς να καταλαβαίνουμε το γιατί.
Τι είναι αλήθεια τα παραμύθια; Είναι ψεύτικοι κόσμοι; Είναι φαντασιώσεις αρρωστημένων, ή έστω υπερβολικά ευαίσθητων μυαλών; Ή μήπως είναι δημιουργήματα υψηλής πνευματικής επεξεργασίας, που ερμηνεύουν τον κόσμο μ’ έναν τρόπο υπερβατικό; Που βλέπουν μ’ άλλα λόγια με τα μάτια της ψυχής;Για να αντιληφθούμε τον έξω κόσμο δε χρειάζεται τίποτε περισσότερο από το να εμπιστευθούμε τις αισθήσεις μας. Για να ερμηνεύσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο όμως, αυτόν που τελικά επηρεάζει με καθοριστικό τρόπο αυτό που αποκαλούμε αλήθεια ή πραγματικότητα, χρειάζονται πολύ περισσότερα απ’ το να έχουμε τα μάτια και τα αφτιά μας ανοιχτά. Χρειάζεται να ανοίξουμε τα μάτια της ψυχής. Κι αυτό δεν μας το διδάσκει η επιστήμη. Αυτό το μαθαίνουμε από τους παραμυθάδες. Τους λογοτέχνες και τους ποιητές, τους μουσικούς και τους κινηματογραφιστές. Χωρίς τους οποίους ο έξω κόσμος, ο πραγματικός, θα παρέμενε αφόρητος.
Επιστροφή λοιπόν στον εύφορο κόσμο των παραμυθιών της Λουκίας. Που είναι, όπως λέει κι η ίδια, η περιουσία από τα ταξίδια της ζωής. Παιχνίδια με τις λέξεις και τους μύθους. Που και τα δύο η Λουκία τα γνωρίζει και τα χειρίζεται άριστα.
Ας παίξουμε λοιπόν το παιχνίδι της Λουκίας. Σας προσκαλώ να βάλετε όλοι με το μυαλό σας μια ερώτηση, μια απορία, ή μια επιθυμία σας. Αυτό που σας απασχολεί περισσότερο αυτή την εποχή. Εντάξει; Έχουμε σκεφτεί όλοι κάτι; Ωραία. Τώρα πείτε μου σας παρακαλώ έναν αριθμό από το 13 έως το 200. Το 69; Ωραία. Πηγαίνω λοιπόν κατευθείαν στη σελίδα 69 του βιβλίου και βρίσκω το παραμύθι με τίτλο: «Μια σταγόνα φεγγαρίσια». Για να δούμε, θα βρούμε σ’ αυτό το παραμύθι την απάντηση στην ερώτηση που βάλαμε με το μυαλό μας;
ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ (το οποίο τελειώνει ως εξής: «Ζητήστε απ’ το φεγγάρι να μιλήσει μαζί σας και όλα θα βγουν αληθινά»
Η Λουκία γράφει ότι όλα τα παραμύθια έχουν κάτι να μας πουν. Κι εμείς με τη σειρά μας όμως, κάτι έχουμε να τους πούμε. Κάτι που άλλοτε ανήκει στην πραγματικότητα του έξω κι άλλοτε στην αλήθεια του μέσα κόσμου μας. Γιατί με τα παραμύθια δημιουργούμε το χρόνο, αντί να προσπαθούμε χωρίς αποτέλεσμα να τον εξηγήσουμε καθώς μας προσπερνά. Με τα παραμύθια δημιουργούμε τόπους, αντί να τους περιδιαβαίνουμε χωρίς νόημα. Μόνον έτσι ξεγελιέται ο χρόνος λέει η Λουκία. Που μας μεγαλώνει και μας κάνει σαν τους γέρους των παραμυθιών της. Που μας ωριμάζει και μας κάνει να αποζητούμε όλο και περισσότερο τους αγγέλους και τους δαίμονες των παιδικών μας χρόνων. Που είναι η μοναδική και αληθινή γενέθλια χώρα μας...